δερμογραφία

δερμογραφία
η και δερμογραφισμός, ο
δερματική αντίδραση σε μηχανικό ερέθισμα (πίεση, χάραξη κ.λπ.) που οφείλεται σε υπερευαισθησία τού φυτικού νευρικού συστήματος (το σχήμα το οποίο χαράσσεται εμφανίζει ανάλογο ανάγλυφο μέσα σε λίγα λεπτά).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”